-
1 παρα-κατα-πήγνῡμι
παρα-κατα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.
1 παρα-κατα-πήγνῡμι
παρα-κατα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.